ποι
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (Slater)
ποι
1 in some way (v. Wackernagel, Kl. Schr., 700ff.) Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι (που, τοι vv. ll.) (O. 3.4) ἄγει δὲ Χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (ποίνιμος coni. Spiegel) (P. 2.17) ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί (P. 5.101)
Greek Monolingual
Α
(εγκλιτ.) (αιολ. τ.) βλ. πού.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποι adv. indef. ( encl. ) Aeol. voor που.
Frisk Etymological English
Grammatical information: prep. (Arg., Phoc., Locr.)
See also: = ποτί s. v.