γαπετής

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tombé à terre.
Étymologie: γῆ, πίπτω.

Spanish (DGE)

-ές
caído en tierra ὀδόντες de los dientes del dragón de Tebas, E.Ph.668.

Greek Monolingual

γαπετής, -ές (δωρ. τ.) (Α)
αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -πετής < πίπτω.