τέντα
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
(I)
οι, Ν
εθνολ. λαός της ανατολικής και κεντρικής Σαχάρας.———————— (II)
η, ΝΜ, και τένδα Μ
1. σκηνή για προσωρινή διαμονή στο ύπαιθρο
2. (ειδικά) η στρατιωτική σκηνή, αντίσκηνο
νεοελλ.
1. προπέτασμα από χοντρό ύφασμα που χρησιμοποιείται για την προφύλαξη ανοιχτών χώρων από τον ήλιο, τον άνεμο ή τη βροχή
2. (ως επίρρ.) τέντα
ορθάνοιχτα, τελείως ανοιχτά («άφησε την πόρτα τέντα και κρύωσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tenda < ρ. tendo «εκτείνω, τεντώνω»].