φρέσκο

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source

Greek Monolingual

(I)
το, Ν
1. δροσερός καιρός
2. ειρων. φυλακή («τους κλείσανε στο φρέσκο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. φρέσκος].———————— (II)
το, Ν
άκλ. (καλ. τεχν.) η νωπογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς όρου, πρβλ. ιταλ. fresco].