ἀμφοδάρχης

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφοδάρχης Medium diacritics: ἀμφοδάρχης Low diacritics: αμφοδάρχης Capitals: ΑΜΦΟΔΑΡΧΗΣ
Transliteration A: amphodárchēs Transliteration B: amphodarchēs Transliteration C: amfodarchis Beta Code: a)mfoda/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (

   A ἄμφοδον 11) officer commanding troops levied in a ward, Ph.Bel.93.8: also a civil official, OGI483.82 (Pergam.), Wilcken Chrest.61 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 145] ὁ, Vorsteher eines ὰμφοδος, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφοδάρχης: ὁ, ἐπιστάτης μιᾶς ἀμφόδου, Φίλ. Βελοπ. σ. 93. 8.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): ἀναμφοδάρχης PStras.220.2 en BL 3.233
funcionario fiscal responsable de un distrito, BGU 1179 (I a.C.), 2088.3 (I a.C.), PGen.4.10 (I a.C.), PLond.604B.153 (I a.C.), POxy.2756.1 (I a.C.), PWarren 2.16 (I a.C.), OGI 483.82 (Pérgamo II a.C.), PSI 1062.3 (II a.C.), PStras.l.c.
en tiempo de guerra con func. milit., Ph.Bel.93.8.

Greek Monolingual

(I)
ἀμφοδάρχης, ο (Α)
ο επικεφαλής ενός τετραγώνου ή μιας συνοικίας (βλ ἄμφοδον)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμφοδον + -αρχης < ἄρχω].———————— (II)
ο αρχ.
αξιωματούχος της ελληνιστικής εποχής στην Αίγυπτο, που αρχικά είχε ως καθήκον την επιθεώρηση των οδών (αμφόδων) και αργότερα τον έλεγχο της φορολογίας κατά συνοικίες.