ἄργεμα

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

German (Pape)

[Seite 345] τό, eigtl. das Weiße, ein Schaden auf der Iris des Auges, Theophr. wie λεύκωμα.

Greek Monolingual

(I)
το (Α ἄργεμα)
αρρώστια των ματιών, λεύκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο].———————— (II)
το αργεύω
1. η αργοπορία
2. η ποινή αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.