Κειτούκειτος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κειτούκειτος Medium diacritics: Κειτούκειτος Low diacritics: Κειτούκειτος Capitals: ΚΕΙΤΟΥΚΕΙΤΟΣ
Transliteration A: Keitoúkeitos Transliteration B: Keitoukeitos Transliteration C: Keitoykeitos Beta Code: *keitou/keitos

English (LSJ)

ὁ, comic name of a Gramm., who asked respecting every dish—κεῖται ἢ οὐ κεῖται; (cf. κεῖμαι v.5) Ath.1.1e.

Greek (Liddell-Scott)

Κειτούκειτος: ὁ, κωμικὸν ὄνομα τοῦ Γραμματικοῦ Οὐλπιανοῦ, ὅστις νόμον εἶχε μηδενὸς φαγητοῦ ἀποτρώγειν πρὶν ἐρωτῆσαι·‒ κεῖται ἢ οὐ κεῖται; (πρβλ. κεῖμαι V. 7), Ἀθήν. 1Ε.

Greek Monolingual

Κειτούκειτος, ὁ (Α)
κωμικό όνομα του γραμματικού Ουλπιανού, ο οποίος συνήθιζε να μην τρώγει κανένα φαγητό αν δεν ρωτούσε «κεῑται ἤ οὐ κεῑται;» Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κεῖται ἤοὐ κεῖται;].