έμφυλος
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἔμφυλος, -ον)
1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή
2. αυτός που γίνεται μεταξύ ατόμων της ίδιας φυλής, ο εμφύλιος
3. βιολ. «έμφυλος γένεση» — αυτή στην οποία συνεργούν και τα δύο φύλα, αρσενικό και θηλυκό
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έμφυλος
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κρυπτοφαγιδών.