θαλασσομάχος
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
[μᾰ], ον,
A fighting by sea, A.D.Adv.188.26, Vett.Val.18.35.
Greek Monolingual
-ο (AM θαλασσομάχος, -ον)
αυτός που πολέμησε ή πολεμά στη θάλασσα, ο ναυμάχος
νεοελλ.
ναυτ. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσομάχος
ξύλινο δοράτιο που εξείχε κάτω από τον πρόβολο τών παλαιών ιστιοφόρων και στερεωνόταν σ' αυτόν με σχοινιά
νεοελλ.-μσν.
(για ναυτικούς) αυτός που μάχεται με τα κύματα, αυτός που θαλασσοδέρνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -μαχος (< μάχη) πρβλ. ιππο-μάχος, ταυρο-μάχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Νικολάου Κοντοπούλου].