ηλιόφιλος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και ηλιόφιλη
1. (για φυτά, ζώα κ.λπ.) αυτός που αγαπά τον ήλιο, αυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο ηλιοχαρής
2. το θηλ. ως ουσ. βοτ. η ηλιόφιλος
αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό της τάξης καπαρώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεό-φιλος, μεγαλό-φιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].