διεθνής
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
Greek Monolingual
-ές
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ' όλα τα έθνη («διεθνές ζήτημα»)
2. αυτός που αποτελείται από αντιπροσώπους όλων τών εθνών («διεθνής οργάνωση»)
3. αυτός που υπάρχει ή ισχύει ανάμεσα στα κράτη («διεθνείς σχέσεις», «διεθνές δίκαιο»)
4. το αρσ. ως ουσ. ο διεθνής
αυτός που συμμετέχει σε διεθνείς αθλητικές εκδηλώσεις
5. το θηλ. ως ουσ. η διεθνής
ονομασία διεθνών οργανώσεων που αποβλέπουν στη διάδοση του κομμουνισμού ή του σοσιαλισμού
6. φρ. α) «διεθνής έκθεση» — έκθεση στην οποία παίρνουν μέρος όλα τα έθνη
β) «διεθνές βιβλιοπωλείο» βιβλιοπωλείο όπου πωλούνται βιβλία σε όλες τις γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. γαλλ. international. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο].