τραβηχτικός
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
Greek Monolingual
και τραβηκτικός, -ή, ό, Ν τραβηχτός
1. αυτός που τραβάει, που προσελκύει το ενδιαφέρον (α. «τραβηχτικός άντρας» β. «τραβηχτική γυναίκα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τραβηκτική
η συναλλαγματική
3. φρ. α) «τραβηκτικά δικαιώματα» — τα δικαιώματα τμηματικής ανάληψης ενός ποσού από έναν πιστωτικό οργανισμό του εσωτερικού ή του εξωτερικού
β) «ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα»
(οικον.) μέσο για τη διευκόλυνση τών διεθνών πληρωμών που καθιέρωσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
γ) «τραβηκτική πιστωτική επιστολή» — επιστολή την οποία απευθύνει προς την τράπεζα ο κάτοχος πιστωτικής επιστολής και με την οποία πληροφορεί την τράπεζα ότι προτίθεται να κάνει τμηματικές αναλήψεις του δανείου που του έχει εγκριθεί.