κλισμίον

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

κλισμίον, τὸ (Α)
1. μικρό ανάκλιντρο
2. στον πληθ. τὰ κλισμία
η συζυγική κλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλισμός + υποκορ. κατάλ. -ίον].