νησσοκτόνος

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek (Liddell-Scott)

νησσοκτόνος: ἢ νηττοκτόνος, ον, ὁ κτείνων, φονεύων νήσσας, νηττοκτόνος κίρκος Φιλῆς περὶ Ζῴων, 14, 6, σ. 58, 6.

Greek Monolingual

νησσοκτόνος και νηττοκτόνος, -ον (Μ)
1. αυτός που σκοτώνει πάπιες
2. το αρσ. ως ουσ. νησσοκτόνος
είδος αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσσα / νῆττα «πάπια» + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο-κτόνος, ταυρο-κτόνος.