πανδοκευτής

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = πανδοκεύς, BGU1468.3 (iii/ii B. C., pl.).

Greek Monolingual

ό, θηλ. πανδοκεύτρια, Α πανδοκεύω
1. πανδοχέας, ξενοδόχος
2. το θηλ. πανδοκεύτρια
μτφ. (για τη φάλαινα) αυτή που είναι έτοιμη να καταβροχθίσει τα πάντα.