ιξοβόρος

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176

Greek Monolingual

-ο (Α ἰξοβόρος, -ον)
νεοελλ.
πτηνό της οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες
αρχ.
1. αυτός που τρώει τον καρπό του ιξού («κίχλη ἰξοβόρος», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἰξοβόρος
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ. θυμο-βόρος, σαρκο-βόρος].