δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
οο αλμυρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλμυρός, με φωνητική τροπή του -λ- προ συμφώνου σε -ρ- (πρβλ. άλμη > άρμη, ελπίδα > ερπίδα, αδελφός, > αδερφός)].