λιμάζω
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
Greek Monolingual
και λιμάσσω και λαμάζω (Μ λιμάζω και λιμάσσω)
1. κατέχομαι από μεγάλη πείνα, πεινώ πολύ
2. λιμοκτονώ, πεθαίνω από πείνα
3. (ο τ. λαμάζω) (μτβ.) επιθυμώ πολύ κάποια τροφή, λιγουρεύομαι («είδα τα φρούτα και τά λάμαξε η καρδιά μου»)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λιμασμένος, -η, -ο
πεινασμένος, νηστικός, ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. λιμώσσω (> λιμάσσω > λιμάζω). Ο τ. λαμάζω με τροπή του -ι- σε -α- αφομοιωτικά προς το -α- που ακολουθεί. Κατ' άλλη άποψη, < αρχ. λιχμάζω.