λικμώ
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
Greek Monolingual
(AM λικμῶ, -άω)
λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», Ξεν.)
αρχ.
1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ)
2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ' ὅν δ' ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ, λίκνον < νικμᾶν, νίκνον, με ανομοίωση, < nik-, μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας neik- «λιχνίζω σιτηρά» — στον τ. νικμᾶν ανάγεται και το θ. -νικ-, που απαντά στον τ. εὐ<νι>κμητον
εὐλίκμητον (Ησύχ.), καθώς και το υστερογενές ρ. ἰκμῶ «λιχνίζω» με σίγηση του αρκτικού ν-. Στον Ησύχ. μαρτυρούνται επίσης οι γλώσσες: νεῖκλον και νίκλον
το λίκνον, νικλεῖν
λικμᾶν, νεικλητήρ
λικμητήρ. Οι λ. λικμῶ, λίκνον συνδέονται πιθ. με λιθουαν. niekoju, λεττον. niēkat «λιχνίζω σιτάρι», ουαλ. nithio.
ΠΑΡ. λίκμηση(-ις), λικμητήρ, λικμητής, λικμητικός
αρχ.
λικμητός, λίκμητρα, λικμός
αρχ.-μσν.
λικμήτωρ.