ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
ὀξεῖα: «ἡ λόγχη. καὶ παροιμία ‘δι’ ὀξείας δραμεῖν’, ἐπὶ τῶν διακινδυνευόντων» Σουΐδ.
fém. de ὀξύς.
ὀξεῖα:I f к ὀξύς.II ἡ (sc. προσῳδία) грам. острое ударение.