Ἰσιακός

From LSJ
Revision as of 14:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰσῐᾰκός Medium diacritics: Ἰσιακός Low diacritics: Ισιακός Capitals: ΙΣΙΑΚΟΣ
Transliteration A: Isiakós Transliteration B: Isiakos Transliteration C: Isiakos Beta Code: *)isiako/s

English (LSJ)

[ῑ], ή, όν,

   A of or for Isis, σύνοδος IGRom.1.1303 (Philae, i B.C.): Subst. Ἰσιακός, ὁ, priest of Isis, Dsc.3.23, Plu.2.352b.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰσιᾰκός: ῑ, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν Ἶσιν, Διοσκ. 3. 27, Πλούτ. 2. 352Β: ― θηλ. Ἰσιάς, άδος, ἡ, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 96.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’Isis ; ὁ Ἰσιακός prêtre d’Isis.
Étymologie: Ἶσις.

Spanish

de Isis

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α) (Ἰσιακός, -ή, -όν) Ίσις
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά Ίσιδα («Ισιακά μυστήρια»«)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.Ἰσιακός
ιερέας της Ίσιδος.

Greek Monotonic

Ἰσιᾰκός: [ῑ], -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει την Ίσιδα· θηλ. Ἰσιάς, -άδος, , σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Ἰσιᾰκός: [adj. к Ἶσις исидин: Ἰσιακαὶ στολαί Plut. одежды Исиды.
II ὁ жрец Исиды Plut.

Middle Liddell

Ἰ¯σιᾰκός, ή, όν
of or for Isis:—fem. Ἰσιάς, άδος, ἡ, Anth. [from Ἰ=σις]