επεργάζομαι
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
Greek Monolingual
ἐπεργάζομαι (Α)
1. καλλιεργώ παράνομα γη που δεν μού ανήκει («ὅς δ' ἄν ἐπεργάζηται τὰ τοῡ γείτονος ὑπερβαίνων τοὺς ὅρους», Πλάτ.)
2. καλλιεργώ, οργώνω
3. ισοπεδώνω τις επιφάνειες πέτρας για τοιχοδομία
4. συζητώ, πραγματεύομαι
5. παθ. είμαι σκαλισμένος («ἐπείργασται... πολλὰ μὲν τῶν ἄθλων Ἡρακλέους», Παυσ.).