Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λόβιο

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand

Menander, Monostichoi, 309

Greek Monolingual

και λοβίο και λουβί, το (Α λόβιον, Μ λοβί[ο]ν και λουβί[ο]ν) λοβός
μικρός λοβός
νεοελλ.
1. υποδιαίρεση, τμήμα ενός λοβού
2. φρ. «ηπατικά, πνευμονικά, νεφρικά λόβια» — μικρές ιστολογικές μονάδες που το σύνολό τους σχηματίζει το ήπαρ, τους πνεύμονες ή τους νεφρούς
μσν.
φλοιός, περικάρπιο
αρχ.
1. ο καρπός του δέντρου σμίλαξ
2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἄκρον τοῡ ἥπατος».