μακελλειό
From LSJ
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
Greek Monolingual
το (AM μακελλείον, Μ και μακελλειό) μάκελλος
1. περιφραγμένος τόπος, όπου σφάζονται τα ζώα, σφαγείο
2. κρεοπωλείο, χασάπικο
3. μαγειρείο
νεοελλ.-μσν.
μτφ. μεγάλη σφαγή ανθρώπων, ομαδικοί φόνοι («έγινε μεγάλο μακελλειό»)
μσν.
φρ. α. κάμνω μακελλείον» — κατασπαράζω, καταξεσχίζω
β) «εἶμαι τοῡ μακελλείου» — προορίζομαι για θάνατο, είμαι μελλοθάνατος.