Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φαρμακοποιία

From LSJ
Revision as of 11:14, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs)

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκοποιία Medium diacritics: φαρμακοποιία Low diacritics: φαρμακοποιία Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: pharmakopoiía Transliteration B: pharmakopoiia Transliteration C: farmakopoiia Beta Code: farmakopoii/a

English (LSJ)

ἡ,

   A pharmacopoeia, preparation of drugs, the art of preparing medicinesD.L.7.117.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκοποιία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ φαρμακοποιοῦ, Διογέν. Λαέρτ. 7. 117.

Greek Monolingual

η / φαρμακοποιΐα, ΝΑ φαρμακοποιός
η τέχνη της παρασκευής φαρμάκων
νεοελλ.
συλλογή μονογραφιών για τις εγκεκριμένες φαρμακευτικές ουσίες, τους αποδεκτούς κανόνες για την ισχύ και την καθαρότητά τους και οδηγίες για την παρασκευή τους.

German (Pape)

[Seite 1256] ἡ, das Zubereiten der Arzneien u. s. w., die Kunst des φαρμακοποιός, Sp.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκοποιΐα: ἡ искусство приготовления снадобий Diog. L.