Ὀδύσσειος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
A v. Ὀδυσσεύς.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’Ulysse.
Étymologie: Ὀδυσσεύς.
Greek Monotonic
Ὀδύσσειος: Επικ. Ὀδῠσήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
Ὀδύσσειος: эп. Ὀδῠσήϊος 2 одиссеев Hom.
Middle Liddell
Ὀδύσσειος, επιξ Ὀδυσήιος, η, ον [from Ὀδυσσεύς
of Ulysses, Od.