συνωφρυωμένος
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English (LSJ)
συνωφρυωμένος/συνωφρυωμένη or ξυνωφρυωμένος/ξυνωφρυωμένη = frowning, frowned, scowling, gloomy, anxious, with knitted brows, overcast, sullen, pensive. See also: συνοφρυόομαι, συνοφρυοῦμαι. Etymology: σύν, ὀφρύς.