τέλλομαι

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

Greek Monolingual

Α
αρχίζω να υπάρχω, εμφανίζομαι (α. «τελλομένου ἔτεος», Απολλ. Ρόδ.
β. «τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰει τέλλετο»,Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. που μαρτυρείται στην μτχ. τελλομένου ἔτεος και στο σύνθ. περιτελλομένων ἐνιαυτῶν (βλ. λ. περιτέλλομαι), έχει σχηματιστεί από τη ρίζα kwel- «γυρίζω, περιφέρομαι», με ενεστωτικό επίθημα - και συνδέεται με το συνώνυμο του πέλω, -ομαι (για τη σημ. του ρ. βλ. λ. πέλω)].