τέλλομαι
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
Greek Monolingual
Α
αρχίζω να υπάρχω, εμφανίζομαι (α. «τελλομένου ἔτεος», Απολλ. Ρόδ.
β. «τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰει τέλλετο»,Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. που μαρτυρείται στην μτχ. τελλομένου ἔτεος και στο σύνθ. περιτελλομένων ἐνιαυτῶν (βλ. λ. περιτέλλομαι), έχει σχηματιστεί από τη ρίζα kwel- «γυρίζω, περιφέρομαι», με ενεστωτικό επίθημα -jω και συνδέεται με το συνώνυμο του πέλω, -ομαι (για τη σημ. του ρ. βλ. λ. πέλω)].