κάλανδρος
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A lark, Dionys.Av.3.15.
German (Pape)
[Seite 1307] ὁ, dasselbe, Opp. Ix. 3, 15.
Greek Monolingual
ο (Α κάλανδρος)
είδος κορυδαλλού, καλάνδρα, γαλιάντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. -νδρος (πρβλ. κορία -νδρος, μαίαν-νδρος). Η λ. κάλανδρος που εξελίχθηκε στο νεοελλ. γαλιάντρα, μαρτυρείται και ως δάνειο στη λατ. με τη μορφή calandra (πρβλ. ιταλ. calandra, γαλλ. calandre)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: kind of lark (Dionys. Av. 3, 15).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - Ending like τάρανδ(ρ)ος, Μαίανδρος; origin unknown. - From there Ital. calandro a lark (Meyer-Lübke Rom. et. Wb. No 1486). S. also W.-Hofmann s. caliandrum. No doubt either Pre-Greek or a loan from Anatolia.