λωγάλιοι
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
English (LSJ)
ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι, Hsch.; cf. sq. and
A v. λωγάς. λωγάνιον, τό, dewlap of oxen, Ambraciote and Epirote word, Luc.Lex. 3, cf. Dionys. Utic. ap. Sch. l.c.—In Suid. λογάνιον sine expl., in Hsch. λωγάλιον. λωγάς· πόρνη, Id.; cf. λωγάλιοι. λώγασος· ταυρεία μάστιξ, Id. λωγάω, = λέγω, Theognost.Can.149; ἐλώγη· ἔλεγεν, Hsch. (ἐλωγὴ· ἔλεγον cod.), Dor.contr.from ἐλώγαε. λώγη· καλάμη, καὶ συναγωγὴ σίτου, Id.
Greek (Liddell-Scott)
λωγάλιοι: οἱ, «ἀστράγαλοι» Ἡσύχ. II. = πόρνοι, παρὰ τῷ αὐτῷ· - οὕτω λωγάς, άδος, ἡ, = πόρνη, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
λωγάλιοι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με σημ. «αστράγαλος» συνδέεται πιθ. με το λέγω «συλλέγω», πρβλ. και λογάδες (λίθοι) «κυλιόμενες πέτρες» και λώγη. Για το επίθημα -λιοι, πρβλ. αστράγαλος, κροκάλη. Η λ. με σημ. «πόρνοι» συνδέεται με το λωγάς «πόρνη»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.?
Meaning: ἀστράγαλοι η πόρνοι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Can in the first meaning belong to λέγω as "die Aufgelesenen" with lengthened grade as in λώγη; cf. also λογάδες (λίθοι) roll(ed) stones (s. λογάδες); λ-suffix (plus ιο-deriv.) as in ἀστράγαλος, κροκάλη a. o. -- In the sense of πόρνοι to λωγάς, s. v. λωγάνιον.