Σεμέλη
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Sémélè, mère de Dionysos.
Étymologie: DELG pê déesse thraco-phrygienne de la terre, cf. néo-phryg. ζεμελως « aux dieux de la terre ».
English (Autenrieth)
Semele, daughter of Cad mus and mother of Dionȳsus by Zeus, Il. 14.323 and 325.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. Σεμέλα Α
μυθ. κόρη του βασιλιά της Θήβας Κάδμου και της Αρμονίας, μητέρα του θεού Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για τ. θρακοφρυγικής προέλευσης που αναφέρεται σε θεότητα της γης (πρβλ. νεοφρυγ. δεως ζεμελως κε «στους θεούς του ουρανού και της γης, δηλ. στον Δία και τη Σεμέλη)].
Russian (Dvoretsky)
Σεμέλη: дор. Σεμέλα ἡ Семела (дочь Кадма и Гермионы, мать Вакха от Зевса) Pind., Her., Eur.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: daughter of Kadmos, mother of Dionysos (Il.).
Other forms: Dor. -λα
Origin: Thrac., Phryg.
Etymology: To Phryg. ζεμελως in the formula δεως ζεμελως κε (funeral inscr.), which clearly refers to heaven (s. Ζεύς, δῖος) and earth. So prob. a Thrac.-Phryg. goddess (Kretschmer Einl. 241) w. older lit.. Further s. χθών and Διόνυσος.