τέρπομαι
From LSJ
English (Slater)
τέρπομαι (τέρπεται, -ονται: aor. pass. pro med., τερφθέν.)
a delight in c. dat. οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται ἔνδοθεν (sc. Ῥαδάμανθυς) (P. 2.74) τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ. . . ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις τέρπεται fr. 158. ]οις τερφθὲν ἱαροῖς ?fr. 338. 6.
b c. part. τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4.