τατᾶ

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τατᾶ Medium diacritics: τατᾶ Low diacritics: τατά Capitals: ΤΑΤΑ
Transliteration A: tatâ Transliteration B: tata Transliteration C: tata Beta Code: tata=

English (LSJ)

voc.,

   A daddy, AP11.67 (Myrin.): dub. cj. for ταῦτα in Thphr. Char.7.10.

Greek Monolingual

και τάτα και τέττα και τατί Α
1. προσφώνηση από έναν φίλο σε άλλον ή, κατ' άλλους, τιμητική προσφώνηση από νεώτερο σε μεγαλύτερο ή, κατ' άλλους, ο πατέρας
2. (μόνον ο τ. τατί) προσφώνηση δούλου στην ερωμένη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. υποκοριστικοί της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Ο τ. τατᾶ εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (πρβλ. ἄττα, πάππα), εκφραστικό διπλασιασμό, και συνδέεται πιθ. με τα: λατ. tata, ρωσ. tata, αρχ. ινδ. tata-. Ο τ. τέττα, με φωνηεντισμό -ε- και εκφραστικό διπλασιασμό του -τ-, συνδέεται με τα λιθουαν. tētis «πατέρας», teta «θεία», αρχ. σλαβ. teta «θεία»].