ἀμφιέζω
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
freq. as
A v.l. for ἀμφιάζω, cf. An. Ox.2.338.
German (Pape)
[Seite 138] = ἀμφιέννυμι, τινά, Plut. C. Graech. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιέζω: ἄλλ. γραφ. συνεχῶς ἀπαντῶσα ἀντὶ τοῦ ἀμφιάζω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
revêtir.
Étymologie: ἀμφί, ἔννυμι.
Spanish (DGE)
v. ἀμφιάζω.
Greek Monolingual
ἀμφιέζω (ΑΜ)
αμφιέννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἠμφίεσα αόρ. του ρ. ἀμφιέννυμι. Παράλληλος τ. του ρ. ἀμφιάζω.
ΠΑΡ. ἀμφίεσις (-η), αρχ. ἀμφιεσμός.
Greek Monotonic
ἀμφιέζω: = ἀμφιάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιέζω: одевать, снабжать одеждой (τοὺς στρατιώτας Plut.).
Frisk Etymological English
See also: ἀμφιάζω