διαχλευάζω

From LSJ
Revision as of 12:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχλευάζω Medium diacritics: διαχλευάζω Low diacritics: διαχλευάζω Capitals: ΔΙΑΧΛΕΥΑΖΩ
Transliteration A: diachleuázō Transliteration B: diachleuazō Transliteration C: diachlevazo Beta Code: diaxleua/zw

English (LSJ)

strengthd. for χλευάζω, c.acc., D.50.49, Pl.Ax.364b: abs., Plb.30.22.12.    2 deceive, τοὺς ὠνουμένους Gp.7.7.5.

German (Pape)

[Seite 613] = simplex, τινά, Dem. 50, 49; Pol. 17, 4, 4, öfter; Ath. XV, 694 e.

Greek (Liddell-Scott)

διαχλευάζω: ἐπιτεταμ. χλευάζω, μετ’ αἰτιατ., Δημ. 1221. 26, Πλάτ. Ἀξ. 364B· ἀπολ., Πολύβ. 30. 13, 12.

Spanish (DGE)

1 burlarse de, mofarse de c. ac. de pers. τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον Pl.Ax.364b, cf. D.50.49, Plb.18.4.4, 32.2.5, I.AI 15.220, Longin.29.1, Eus.VC 3.1.2, Chrys.M.60.661, c. ac. de abstr. τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.1.549
abs. Act.Ap.2.13, Origenes Cels.4.38, Sch.Ar.Nu.449c
fig. ἡ τύχη διαχλευάζει τὰ ἀνθρώπεια Procop.Goth.4.33.24.
2 engañar τοὺς ὠνουμένους Gp.7.7.5.

Greek Monolingual

διαχλευάζω (AM) (επιτατ. του χλευάζω)
μσν.
εξαπατώ, ξεγελώ («τινὲς δὲ διαχλευάζειν βουλόμενοι τοὺς ὠνουμένους», Γεωπονικά)
αρχ.
περιπαίζω.

Greek Monotonic

διαχλευάζω: επιτετ. τύπος του χλευάζω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

διαχλευάζω: высмеивать, осмеивать (τινά Plat., Dem., Polyb.).

Middle Liddell

[strengthd. for χλευάζω Dem.]