μηθείς

From LSJ
Revision as of 00:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηθείς Medium diacritics: μηθείς Low diacritics: μηθείς Capitals: ΜΗΘΕΙΣ
Transliteration A: mētheís Transliteration B: mētheis Transliteration C: mitheis Beta Code: mhqei/s

English (LSJ)

fem. μηθεμία only in PPetr.2p.42 (iii B.C.); neut. μηθέν:

   A = μηδείς, μηδέν, freq. in Inscrr. and Pap. from iv B.C., IG22.43.37, al., Men.Epit.145, Pk.129, PPetr.1p.80, PCair.Zen.18.7, al. (iii B.C.), etc.: but rarely after the Christian era, once in NT, Act.Ap.27.32, cf. POxy.495.17 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 171] μηθέν, = μηδείς, spätere Form für μηδείς, μηδέν, von Arist. u. Theophr. an öfter gebraucht; vgl. Lob. zu Phryn. 182; das fem. wird aber nie μηθεμία. So auch μηθέτερος.

Greek (Liddell-Scott)

μηθείς: οὐδ. μηθέν, μεταγενέστερος τύπος τοῦ μηδείς, μηδέν, ἐν μεταγεν. τινὶ Ἀττικῇ ἐπιγραφῇ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 17, καὶ συχνάκις παρὰ μεταγεν., ἴδε ἐν λ. οὐθείς· ἀλλ’ οὐδέποτε τὸ θηλ. μηδεμία ἐγένετο μητεμία.

French (Bailly abrégé)

seul. au masc. et au neutre μηθέν (pour le fém., on n’emploie que μηδεμία de μηδείς);
c. μηδείς.
Étymologie: μήτε, εἷς.

Greek Monolingual

μηθείς, -εμία, -έν (Α)
βλ. μηδείς.

Greek Monotonic

μηθείς: ουδ. μηθ-έν, μεταγεν. τύπος του μηδ-είς, μηδ-έν.

Russian (Dvoretsky)

μηθείς: n μηθέν Arst. = μηδείς.