μεσότοιχον

Revision as of 03:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

τό, = sq., Ep.Eph. 2.14, Hsch.

   A s.v. κατῆλιψ.

German (Pape)

[Seite 140] τό, Zwischenwand, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μεσότοιχον: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπιστ. π. Ἐφ. β΄, 14, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mur mitoyen.
Étymologie: μέσος, τοῖχος.

English (Strong)

from μέσος and τοῖχος; a partition (figuratively): middle wall.

English (Thayer)

μεσοτοιχου, τό (μέσος, and τοῖχος the wall of a house), a partition-wall: τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ (i. e. τόν φραγμόν τόν μεσότοιχον ὄντα (A. V. the middle wall of partition; Winer's Grammar, § 59,8a.)), τόν τῆς ἡονης καί ἀρετῆς μεσότοιχον, Eratosthenes quoted in Athen. 7, p. 281d.)

Greek Monotonic

μεσότοιχον: τό (τοῖχος), μεσοτοιχία, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μεσότοιχον: τό средостение: τὸ μ. τοῦ φραγμοῦ NT перегородка.

Middle Liddell

μεσό-τοιχον, ου, τό, τοῖχος
a partition-wall, NTest.