partition
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
divide: P. and V. διαιρεῖν, διαλαμβάνειν, P. μερίζειν.
distribute: P. and V. νέμειν; see distribute.
substantive
division: P. and V. διαίρεσις, ἡ.
distribution: P. νομή, ἡ, διανομή, ἡ.
a hut divided into two by a partition: P. διπλῆ διαφράγματι καλύβη (Thuc. 1, 133).