χρηστεύομαι

Revision as of 14:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A to be kind or merciful, 1 Ep.Cor.13.4.

German (Pape)

[Seite 1375] sich wie ein χρηστός betragen, sich gut, gütig, milde erzeigen, liebreich sein, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστεύομαι: ἀποθ., = χρηστός εἰμι, δηλ. εἶμαι χρηστός, ἀγαθός, ἢ ἐλεήμων, χρηστεύεται ἡ ἀγάπη Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ΄, 4· ὡς χρηστεύεσθε οὕτω χρηστευθήσεται ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1032.

French (Bailly abrégé)

se conduire en homme de bien NT.
Étymologie: χρηστός.

English (Strong)

middle voice from χρηστός; to show oneself useful, i.e. act benevolently: be kind.

English (Thayer)

(χρηστός, which see); to show oneself mild, to be kind, use kindness: Eusebius, h. e. 5,1, 46; τίνι, toward one, Clement of Rome, 1 Corinthians 13,2 [ET]; 14,3 [ET].)

Greek Monolingual

Α χρηστός
(αποθ.) είμαι χρηστός.

Greek Monotonic

χρηστεύομαι: αποθ., είμαι αγαθός και χρηστός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

χρηστεύομαι: быть добрым, добросердечным NT.

Middle Liddell

χρηστεύομαι,
Dep. to be good and kind, NTest.