εξώνηση
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Greek Monolingual
η (Μ ἐξώνησις) εξωνούμαι
αγορά, συμφωνία κατά την οποία ο πωλητής μπορεί να αναλάβει ό,τι πουλάει με συμφωνημένο τίμημα σε ορισμένη προθεσμία
νεοελλ.
1. πρόσθετος όρος σε σύμβαση πώλησης, σύμφωνα με τον οποίο ο πωλητής δικαιούται με μονομερή δήλωσή του να επαναγοράσει το πωληθέν πράγμα
2. εξαγορά, διαφθορά με χρήματα.