упорный
Russian > Greek
καρτερικός, ἀσκελής, περισκελής, λιπαρής, ἔντονος, κερασβόλος, καρτερόθυμος, ἀλίαστος, ἀτειρής, ἐμμενής, καρτερός, στερρός, ἀτενής, ἀντίτυπος
καρτερικός, ἀσκελής, περισκελής, λιπαρής, ἔντονος, κερασβόλος, καρτερόθυμος, ἀλίαστος, ἀτειρής, ἐμμενής, καρτερός, στερρός, ἀτενής, ἀντίτυπος