γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
συνεχής, ἀκίνητος, καρτερικός, ἀσκελής, περισκελής, λιπαρής, ἔντονος, κερασβόλος, καρτερόθυμος, ἀλίαστος, ἀτειρής, ἐμμενής, καρτερός, στερρός, ἀτενής, ἀντίτυπος, ἐπίμονος