упорный
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
Russian > Greek
συνεχής, ἀκίνητος, καρτερικός, ἀσκελής, περισκελής, λιπαρής, ἔντονος, κερασβόλος, καρτερόθυμος, ἀλίαστος, ἀτειρής, ἐμμενής, καρτερός, στερρός, ἀτενής, ἀντίτυπος, ἐπίμονος