великолепие
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Russian > Greek
λαμπρόν, διαπρεπές, μεγαλοεργία, μεγαλουργία, μεγαλεῖον, προστασία, ἀρετή, μεγαλοψυχία, σχηματισμός, λαμπρότης, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη
λαμπρόν, διαπρεπές, μεγαλοεργία, μεγαλουργία, μεγαλεῖον, προστασία, ἀρετή, μεγαλοψυχία, σχηματισμός, λαμπρότης, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη