κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
θρέττε ;; ἀρετή ;; εὐψυχία ;; ἐλαφρότης ;; ἀκοπία ;; ἦτορ ;; σύλλογος