молить
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
Russian > Greek
κικλήσκω ;; καταλιπαρέω ;; προσεύχομαι ;; θέσσομαι ;; καταντιβολέω ;; προστρέπω ;; ἀντιβολέω ;; ἱκνέομαι ;; μετέρχομαι ;; στέργω