раздражение
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
Russian > Greek
ἐπερεθισμός, θυμούμενον, χολή, χόλος, κνησμός, ἀγανάκτησις, φλέγμα, ἀποθηρίωσις, ἄση, παροξυσμός, παραπικρασμός, δείνωσις, ὀδαξησμός, ὀδαξισμός, ὀδαξυσμός, γαργαλισμός