неизбежный
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Russian > Greek
σάος ;; αἴσιμος ;; ἀνέκφευκτος ;; ἄφυκτος ;; ἀναπόδραστος ;; ἄφευκτος ;; ἄλυτος ;; ἀπαραίτητος ;; δυσφύλακτος ;; ἀκούσιος ;; ἀεκούσιος ;; ἀναγκαῖος