рядом
From LSJ
Russian > Greek
συμπαραθέω ;; ἀγχοῦ ;; ἑξῆς ;; ἑξείης ;; ἀγχόθι ;; ἀγχίθυρος ;; ὁμοστιχάω ;; σύγκειμαι ;; συγκατάκειμαι ;; παρέκ ;; πάρεξ ;; συμπαραπλέω ;; ἐφεξῆς ;; ἐπεξῆς ;; παρά ;; συγκάθημαι ;; συγκάτημαι ;; συμπαρακαθέζομαι ;; προσυνοικέω ;; προσξυνοικέω ;; συμπαρεδρεύω ;; ἴκταρ ;; ὁμοῦ