рядом
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Russian > Greek
συμπαραθέω, ἀγχοῦ, ἑξῆς, ἑξείης, ἀγχόθι, ἀγχίθυρος, ὁμοστιχάω, σύγκειμαι, συγκατάκειμαι, παρέκ, πάρεξ, συμπαραπλέω, ἐφεξῆς, ἐπεξῆς, παρά, συγκάθημαι, συγκάτημαι, συμπαρακαθέζομαι, προσυνοικέω, προσξυνοικέω, συμπαρεδρεύω, ἴκταρ, ὁμοῦ