θερμοπώλιον
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
τό,
A cook-shop, in Lat. form thermopolium, Plaut. Curc.292, Trin.1013, but θερμοπωλεῖον is expld. by lupinarium, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1202] τό, Ort, wo warme Getränke verkauft werden, Plaut.
Greek (Liddell-Scott)
θερμοπώλιον: τὸ, μαγειρεῖον, καπηλεῖον, παρὰ Πλαύτ. Curc. 2. 3, 13, Trin. 4. 3, 6.
Greek Monolingual
θερμοπώλιον, τὸ (Α)
μαγειρείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -πώλιον (< -πώλης < πωλώ), πρβλ. αρτο-πώλιον, παντο-πώλιον].